- ευαλαζόνευτος
- εὐαλαζόνευτος, -ον (Α)(για πράξεις ή καταστάσεις) αυτός για τον οποίο είναι συνηθέστερο ή ευχερέστερο να καυχάται κάποιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αλαζονεύομαι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐαλαζόνευτον — εὐαλαζόνευτος easy to pretend about masc/fem acc sg εὐαλαζόνευτος easy to pretend about neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαλαζόνευτα — εὐαλαζόνευτος easy to pretend about neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)